- βεκκεσέληνος
- βεκκεσέληνος, ον, (βέκος, cf. προσέληνος, and v. Hdt.2.2)A = ἀρχαῖος, superannuated, doting, coined by Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βεκκεσέληνος — superannuated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνος — βεκκεσέλληνος, ον (Α) απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος* συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι] … Dictionary of Greek
βεκκεσέληνον — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc sg βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσελήνου — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσελήνους — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνα — βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνε — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνοι — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)